Άντε ρε, αφού βλέπω σας άρεσαν οι ανέκδοτες ιστορίες από το πολύχρωμο παρελθόν μου (τι είπα πάλι) πάρτε και άλλες τρεις. Πριν προχωρήσουμε να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι καθόλου περύφανος για καμία από τις τρεις, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες.
Αυτή την Κυριακή, μη χάσετε στον Αμερικλάνο της Κυριακής. Το τσογλάνι που έδειρε και μετά μπινελίκωσε τη γιαγιά του και κόντεψε να σκοτώσει τον παππού του. Σε υπερπολυτελή κασετίνα. Δώρο πέντε μαντιλάκια πάμπερς για τους αναγνώστες με ακράτεια κατα τη διάρκεια του γέλωτα.
Καλοκαίρι μεταξύ τρίτης και τετάρτης δημοτικού. Διακοπές στο εξοχικό της γιαγιάς και του παππού. Εγώ κάθε μέρα έπαιζα με κάτι δευτεροξάδερφα. Σε κάποια φάση βρήκαμε κάτι παλιές κιμωλίες και μιας και καλλιτεχνική φλέβα στο σόι ΔΕΝ υπάρχει, αντί να ζωφραγίσουμε αποφασίσουμε να τις τρίψουμε όλες πάνω σε μια πέτρα και να μαζέψουμε τη σκόνη. Τη λέγαμε μαγική σκόνη και φαντασιωνόμασταν ότι είχε τη δύναμη να καλεί ξωτικά από το υπερπέραν. Μετά από λίγο καιρό η σκόνη έγινε κάτι σαν λεφτά. Όπιος είχε περισσότερη σκόνη ήταν το αφεντικό. Εννοείται ήμουν το αφεντικό.
Ένα βράδυ μετά το φαΐ καθόμασταν στη βεράντα μπόλικα άτομα. Ξαφνικά, βλέπω τη γιαγιά μου με το τάπερ που είχα τη Μαγική Σκόνη μέσα να τα έχει πάρει γιατί νόμιζε ότι σκόπευα να κάνω το σπίτι μωβ (μωβ ήταν η σκόνη). Πάνω στο φόβο της μη της μαγαρίζω το σπίτι, την πετάει τη σκόνη από το μπαλκόνι. Την είδα στιγμιαία να λαμπυρίζει στο φως του φεγγαριού και μετά πουφ, κάθηκε. Και μαζί της είδα να χάνεται όλη η δύναμή μου, το αφεντιλίκι μου.
Από αφεντικό με κατήντησε Μαρία της γειρονιάς. Νομίζω μετά το τελευταίο ποστ μπορείτε να φανταστείτε τι ακολούθησε.
Με πιάσαν τα νεύρα μου. Άρχισα να τσιρίζω. Όλοι γύρω μου να μου κάνουν αέρα να με συνεφέρουν. Η γιαγιά είχε πάθει σοκ, δεν ήθελε η γυναίκα να με ταράξει κιόλας. Τα σεμεδάκια της πήγε να σώσει. Εγώ να μην μπορώ να ανασάνω και να τσιρίζω
- ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕ!
- Δεν πειράζει, λέγανε οι ξαδέρφες, θα κάνεις άλλη καλύτερη!
- ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΟΙ ΚΙΜΩΛΙΕΣ ΓΑΜΩΤΟ!!!
- Θα σου πάρουμε άλλες Αμερικλάνε μου!
- ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΝΕ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΜΩΡΗ, ΗΛΙΘΙΑ ΕΙΣΑΙ??
- Σταμάτα παιδί μου, δεν το ήθελε η γιαγιά!
- ΤΟ ΗΘΕΛΕ, ΤΗΝ ΕΙΔΑ! ΠΟΥΤΑΝΑΑΑΑΑ!!! ΠΟΥΤΑΝΑ!!!
Έρχεται η μάνα μου, μου σκάει μια χαστούκα να ηρεμήσω και με βάζει να ζητήσω και συγνώμη. Εννοείται συγνώμη και σκατά να με ταΐζανε δεν θα έλεγα, αντιθέτως μου ζήτησε η γιαγιά συγνώμη! Το θέατρο του παραλόγου.
Σταματήστε επιτέλους τα τς τς τς τς τς, μέχρι εδώ ακούγονται! Εντάξει, έβρισα τη γιαγιά μου, δεν έπρεπε, και έκτοτε τα έχουμε βρει! Σταματήστε τα τστστστσ ρε είπα!!
Τα επόμενα δύο περιστατικά δεν αφορούν μπινελίκωμα αλλά βία. Γενικά είμα κατά της βία αλλά μικρός μερικές φορές ε μου ξέφευγε.
Στο σπίτι της προαναφερθήσας γιαγιάς. Εγώ ήμουν νήπιο. Πριν το περιστατικό με την σκόνη. Η μάνα μου είχε πάθει ψύξη και η γιαγιά της έκανε μασάζ. Μπαίνω στο δωμάτιο, βλέπω τη μάνα μου στο πάτωμα μπροστά στη γιαγιά να βογκάει από το μασάζ. Ήμουνα νήπιο λέμε, η έννοια του μασάζ δεν είχε εγκατασταθεί ακόμα. Νόμιζα την έδερνε. Ήρεμα ήρεμα, πάω δίπλα στη γιαγιά μου, γυρνάει με κοιτάει χαμογελαστή (που να φανταστεί τι θα γινόταν) και ΜΠΑΜ της σκάω χαστούκα. Μένει με ανοιχτό το στόμα. ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΧΤΥΠΑΣ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ!
Δεν μου κρατήσανε κακία, αλλά θυμάμαι πολύ γέλιο. Πολύ όμως. Τι τράβηξε όμως και αυτή η γιαγιά. Είναι και συνονόματη με μια από εσάς που ξέρω ότι θα το διαβάσει αυτό. Δεν λεω πια νια νια νια νια νια.
Και τέλος, να σας πω και για τον παππού. Όχι τον άντρα της γιαγιάς από πάνω, τον άλλο. Στο χωριό. Στο χωρίο που μεγάλωσα. Κάτι μου είχε κάνει, δεν θυμάμαι τι. Βασικά κάτι άλλο είχε κάνει εκείνη την Κυριακή και δεν του μιλούσαν όλοι. Σε μένα δεν θυμάμαι τι. Μάλλον με πρόσβαλε. Δεν τις σήκωνα τις προσβολές, με πιάναν τα νεύρα μου και νόμιζα πως ό,τι και να κάνω ήταν δικαιολογημένο. Ήμουν πολύ μικρός και πάλι, σίγουρα πριν την τρίτη δημοτικού.
Τέλος πάντων. Ότι και να μου είχε κάνει, δεν δικαιολογούσε να πιάσω πέτρα και να την πετάξω από την πόρτα της κουζίνας πάνω του. Ευτυχώς ο στόχος ήταν και είναι του κώλου και δεν τον πέτυχα αλλά πέτυχα τον τοίχο από πάνω του. Σκεφτείτε να την είχε φάει στο δόξα πατρί? Μικρή ήταν, ένα καρουμπαλάκι θα έβγαζε μόνο, αλλά το ξύλο που θα έτρωγα ούτε να το φανταστώ. Και το χειρότερο, θα το άξιζα κιόλας!
Αυτό πάντα με δαιμόνιζε. Όταν κάποιος με τιμωρούσε για κάτι που δεν έκανα ή έκανα αλλά καλά έκανα και το έκανα, δεν με πείραζε γιατί ήμουν υπερόπτης. Αν το άξιζα όμως με πείραζε τα μάλα και μπορούσα να σκάσω από το κακό μου!
Αυτά για το σκοτεινό παρελθόν μου. Ότι μάθατε μάθατε, τα υπόλοιπα δεν λέγονται. Συγνώμη αλλά δεν γλίτωσα την αστυνομία τόσες φορές με όσα έκανα για να με μπαγλαρώσουν τώρα! Σε καμια 15ρια χρόνια που θα έχουν παραγραφεί το συζητάω!
Καλημέρα σας!
Αυτή την Κυριακή, μη χάσετε στον Αμερικλάνο της Κυριακής. Το τσογλάνι που έδειρε και μετά μπινελίκωσε τη γιαγιά του και κόντεψε να σκοτώσει τον παππού του. Σε υπερπολυτελή κασετίνα. Δώρο πέντε μαντιλάκια πάμπερς για τους αναγνώστες με ακράτεια κατα τη διάρκεια του γέλωτα.
Καλοκαίρι μεταξύ τρίτης και τετάρτης δημοτικού. Διακοπές στο εξοχικό της γιαγιάς και του παππού. Εγώ κάθε μέρα έπαιζα με κάτι δευτεροξάδερφα. Σε κάποια φάση βρήκαμε κάτι παλιές κιμωλίες και μιας και καλλιτεχνική φλέβα στο σόι ΔΕΝ υπάρχει, αντί να ζωφραγίσουμε αποφασίσουμε να τις τρίψουμε όλες πάνω σε μια πέτρα και να μαζέψουμε τη σκόνη. Τη λέγαμε μαγική σκόνη και φαντασιωνόμασταν ότι είχε τη δύναμη να καλεί ξωτικά από το υπερπέραν. Μετά από λίγο καιρό η σκόνη έγινε κάτι σαν λεφτά. Όπιος είχε περισσότερη σκόνη ήταν το αφεντικό. Εννοείται ήμουν το αφεντικό.
Ένα βράδυ μετά το φαΐ καθόμασταν στη βεράντα μπόλικα άτομα. Ξαφνικά, βλέπω τη γιαγιά μου με το τάπερ που είχα τη Μαγική Σκόνη μέσα να τα έχει πάρει γιατί νόμιζε ότι σκόπευα να κάνω το σπίτι μωβ (μωβ ήταν η σκόνη). Πάνω στο φόβο της μη της μαγαρίζω το σπίτι, την πετάει τη σκόνη από το μπαλκόνι. Την είδα στιγμιαία να λαμπυρίζει στο φως του φεγγαριού και μετά πουφ, κάθηκε. Και μαζί της είδα να χάνεται όλη η δύναμή μου, το αφεντιλίκι μου.
Από αφεντικό με κατήντησε Μαρία της γειρονιάς. Νομίζω μετά το τελευταίο ποστ μπορείτε να φανταστείτε τι ακολούθησε.
Με πιάσαν τα νεύρα μου. Άρχισα να τσιρίζω. Όλοι γύρω μου να μου κάνουν αέρα να με συνεφέρουν. Η γιαγιά είχε πάθει σοκ, δεν ήθελε η γυναίκα να με ταράξει κιόλας. Τα σεμεδάκια της πήγε να σώσει. Εγώ να μην μπορώ να ανασάνω και να τσιρίζω
- ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕ!
- Δεν πειράζει, λέγανε οι ξαδέρφες, θα κάνεις άλλη καλύτερη!
- ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΩ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΟΙ ΚΙΜΩΛΙΕΣ ΓΑΜΩΤΟ!!!
- Θα σου πάρουμε άλλες Αμερικλάνε μου!
- ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΝΕ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΜΩΡΗ, ΗΛΙΘΙΑ ΕΙΣΑΙ??
- Σταμάτα παιδί μου, δεν το ήθελε η γιαγιά!
- ΤΟ ΗΘΕΛΕ, ΤΗΝ ΕΙΔΑ! ΠΟΥΤΑΝΑΑΑΑΑ!!! ΠΟΥΤΑΝΑ!!!
Έρχεται η μάνα μου, μου σκάει μια χαστούκα να ηρεμήσω και με βάζει να ζητήσω και συγνώμη. Εννοείται συγνώμη και σκατά να με ταΐζανε δεν θα έλεγα, αντιθέτως μου ζήτησε η γιαγιά συγνώμη! Το θέατρο του παραλόγου.
Σταματήστε επιτέλους τα τς τς τς τς τς, μέχρι εδώ ακούγονται! Εντάξει, έβρισα τη γιαγιά μου, δεν έπρεπε, και έκτοτε τα έχουμε βρει! Σταματήστε τα τστστστσ ρε είπα!!
Τα επόμενα δύο περιστατικά δεν αφορούν μπινελίκωμα αλλά βία. Γενικά είμα κατά της βία αλλά μικρός μερικές φορές ε μου ξέφευγε.
Στο σπίτι της προαναφερθήσας γιαγιάς. Εγώ ήμουν νήπιο. Πριν το περιστατικό με την σκόνη. Η μάνα μου είχε πάθει ψύξη και η γιαγιά της έκανε μασάζ. Μπαίνω στο δωμάτιο, βλέπω τη μάνα μου στο πάτωμα μπροστά στη γιαγιά να βογκάει από το μασάζ. Ήμουνα νήπιο λέμε, η έννοια του μασάζ δεν είχε εγκατασταθεί ακόμα. Νόμιζα την έδερνε. Ήρεμα ήρεμα, πάω δίπλα στη γιαγιά μου, γυρνάει με κοιτάει χαμογελαστή (που να φανταστεί τι θα γινόταν) και ΜΠΑΜ της σκάω χαστούκα. Μένει με ανοιχτό το στόμα. ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΧΤΥΠΑΣ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ!
Δεν μου κρατήσανε κακία, αλλά θυμάμαι πολύ γέλιο. Πολύ όμως. Τι τράβηξε όμως και αυτή η γιαγιά. Είναι και συνονόματη με μια από εσάς που ξέρω ότι θα το διαβάσει αυτό. Δεν λεω πια νια νια νια νια νια.
Και τέλος, να σας πω και για τον παππού. Όχι τον άντρα της γιαγιάς από πάνω, τον άλλο. Στο χωριό. Στο χωρίο που μεγάλωσα. Κάτι μου είχε κάνει, δεν θυμάμαι τι. Βασικά κάτι άλλο είχε κάνει εκείνη την Κυριακή και δεν του μιλούσαν όλοι. Σε μένα δεν θυμάμαι τι. Μάλλον με πρόσβαλε. Δεν τις σήκωνα τις προσβολές, με πιάναν τα νεύρα μου και νόμιζα πως ό,τι και να κάνω ήταν δικαιολογημένο. Ήμουν πολύ μικρός και πάλι, σίγουρα πριν την τρίτη δημοτικού.
Τέλος πάντων. Ότι και να μου είχε κάνει, δεν δικαιολογούσε να πιάσω πέτρα και να την πετάξω από την πόρτα της κουζίνας πάνω του. Ευτυχώς ο στόχος ήταν και είναι του κώλου και δεν τον πέτυχα αλλά πέτυχα τον τοίχο από πάνω του. Σκεφτείτε να την είχε φάει στο δόξα πατρί? Μικρή ήταν, ένα καρουμπαλάκι θα έβγαζε μόνο, αλλά το ξύλο που θα έτρωγα ούτε να το φανταστώ. Και το χειρότερο, θα το άξιζα κιόλας!
Αυτό πάντα με δαιμόνιζε. Όταν κάποιος με τιμωρούσε για κάτι που δεν έκανα ή έκανα αλλά καλά έκανα και το έκανα, δεν με πείραζε γιατί ήμουν υπερόπτης. Αν το άξιζα όμως με πείραζε τα μάλα και μπορούσα να σκάσω από το κακό μου!
Αυτά για το σκοτεινό παρελθόν μου. Ότι μάθατε μάθατε, τα υπόλοιπα δεν λέγονται. Συγνώμη αλλά δεν γλίτωσα την αστυνομία τόσες φορές με όσα έκανα για να με μπαγλαρώσουν τώρα! Σε καμια 15ρια χρόνια που θα έχουν παραγραφεί το συζητάω!
Καλημέρα σας!