Σήμερα θα σου περιγράψω τη μέρα μου. Όχι ότι έχει κάτι το ενδιαφέρον βέβαια. Αν είχε ενδιαφέρον, στην πάνα θα την έβαζα?
Ξεκίνησε χτες το βράδυ κατα τη μιαμιση όταν τελείωσε η πόκα και έχασα πέντε ευρά. Στο γυρισμό έφαγα μια τούμπα όλη δικιά μου, είδα την άσφαλτο με το μικροσκόπιο λέμε. Κρατούσα και το αιφόν στα χέρια αλλά ευτυχώς η πρώτη μου αντίδραση ήταν να το προστατεύσω. Δυστυχώς όμως, τα γόνατα και τα χέρια μου δε χαίρουν τέτοιας εκτίμησης από τα ένστικτά μου και έγιναν κιμάς.
Όχι μάνα μου δεν έγιναν κιμάς, αλλά το αριστερό το γονατο που το είχα χτυπήσει στην πρώτη γυμνασίου όταν παίζαμε μπουγέλο στην πλατεία και έφαγα και τότε τούμπα, ακόμα πονάει και από χτες με έχει ΓΑΜΗΣΕΙ. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ όχι από τον πόνο αλλά από την ενόχληση. θα σου πω ένα μυστικό τώρα.
Δεν υπάρχει ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ μέρος του σώματός μου να με αγγίξει κάποιος, από το καρουμπαλάκι κάτω από το αριστερό μου γόνατο. Μιλάμε πεθαίνω, σκούζω, γελάω, κλαίω, όλα τα κάνω έτσι και με πιάσεις εκεί. Είναι το μόνο σημείο που ούτε ΕΓΩ δεν μπορώ να αγγίξω! Δεν είναι ότι πονάει, είναι μια αίσθηση λες και δεν έχει δέρμα και πιάνω το κόκκαλο. Και μόνο που τα γράφω με πιάνει νευρικό γέλιο και ανατριχίλα για να καταλάβεις.
Δεν κοιμήθηκα λοιπόν, έβλεπα χάουζ όλη νύχτα και κατα τις 11 το πρωί ξεκίνησα να πάω στην πόλη να κάνω το σοφέρ στη μάνα μου και να κουρευτώ κι'όλας γιατί είχε φτάσει η κατάσταση πάνω στο κεφάλι μου στο απροχώρητο. Αν είχα ψείρες θα χρειαζόντουσαν GPS για να μετακινηθούν εκεί μέσα. Κάτσε όμως να τα πω ένα ένα.
Οδήγηση. Όπως λένε και οι φίλοι μου οι Κύπριοι, ΟΙ ΛΑΟΜΟΝ. Άσε μας ρε φίλε. Εγώ έχω συνηθίσει στο κονέχτικατ, με την άπλα μου, τα κάθετα πάρκιν, τα ωραία φανάρια, τις σημάνσεις στο οδόστρωμα... όχι εδώ στη ζούγγλα. Πραγματικά όμως η πόλη της Ρόδου παίζει να είναι χειρότερη και από το νέο Δελχί στο θέμα οδήγηση. Εκεί τουλάχιστον κορνάρουν ασταμάτητα και έχεις μουσική υπόκρουση· εδώ μόνο μούτζες και "μαλάκα" ακούς. Καλά το τι μούτζα έφαγα σήμερα...
Το παραδέχομαι ρε παιδί μου, δεν έχω πρόβλημα, το παραδέχομαι. Είμαι οδηγός του κώλου. Είμαι ένα αναίσθητο γαϊδούρι που έτσι και μου τη δώσει να πάω με τριάντα, θα πάω με τριάντα και να πάνε οι πίσω να χεστούν πάνω στα δερμάτινα καθίσματά τους. Όχι δεν πάω με τριάντα, το πατάω λιγουλάκι, αλλά έχω άλλο θέμα. Δεν μπορώ να "χώνομαι" στην κίνηση. Δεν μπορώ σου λέω, δεν είναι δυνατόν. Φτάνω πάντα στο απροχώρητο όπου με κορνάρουν οι από πίσω, με κορνάρουν οι από μπροστά γιατί έχω βγάλει τη μουσούνα του αμαξιού σαν χοτ ντογκ και δε χωράνε να περάσουν (άμα δε χωράς να περάσεις, να με αφήσεις εμένα να μπω μανίτσα μου), με βρίζει και ο συνοδηγός εάν υπάρχει, και εγώ απολαμβάνω τη μουσική.
Σήμερα παραλίγο να προκαλέσω ατύχημα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Έχει ένα στοπ ΝΑ με το συμπάθειο, αλλά δεν το έχουν για στοπ, το έχουν για καλό φενγκ σούι και δεν σταματάνε. Οι μπροστά μου το ξέρανε και τους μούτζωσα, εγώ έκοψα ταχύτητα και παραλίγο να με κουτουλήσει ο από πίσω και αυτόν ο από πίσω του και πάει λέγοντας.
Πάντως έχω να πω ότι με όλες αυτές τις μούτζες που έφαγα και έδωσα και όλα αυτά τα μαλάκα που αντάλλαξα, μέρες που'ναι, ξανανιωσα ρε παιδί μου. Είναι ευεγερτικό το λίγο μπινελίκωμα.
Μετά, και αφού είδα ότι στο κομμωτήριο θα είχε πολύ αναμονή πήγα στον Κωτσόβολο με τα πόδια (γιατί το αμάξι αφού το πάρκαρα δεν έπαιζε να το βγάλω, τι μου τα'δωσε ο Θεός 2 μέτρα πόδια). Κούτσα κούτσα με το προβληματικό το γόνατο ανέβαινα την ανηφόρα, με κοιτούσαν οι περαστικοί και θα σκεφτόντουσαν ότι είμαι ένας νέος χάουζ, έφτασα στον Κωτσόβολο, το τμήμα με τις παγωτομηχανές ήταν στον πάνω όροφο ΦΤΟΥΥΥΥΥ έλα πάλι κούτσα κούτσα να ανέβεις, και κούτσα κούτσα να κατέβεις, με τη μαλούμπα να ανεμίζει από το ερκοντίσιο και την παγωτομηχανή να κάνει γκλίγκι γκλίγκι (κάτι έσπασε εκεί μέσα, ελπίζω να έχει κάρτα αλλαγής για να μη μου τη φέρει η κουμπάρα μου στην κεφάλα).
Τέσπα, να μην στα πολυλογώ, κουράστηκα και να γράφω, θα φάω τώρα και θα την πέσω απόψε νωρίς. Λες να φτιάξουν και οι ώρες μου? Μπα, κατα τις 2 το μεσημέρι θα ξυπνήσω πάλι. Όποιος αυτές τις μέρες τύχει να κυκλοφορεί Ρόδο και δει έναν φρεσκοκουρεμένο κούκλο 1.82 να κουτσαίνει και να δείχνει φανερά εκνευρισμένος για άγνωστο λόγο, να έρθει και να μου πει, γεια σου Αμερικλάνε. Αν δεν είμαι εγώ, θα φάς μούτζα. Αν είμαι, δεν ξέρω, αναλόγως τη διάθεσή μου.
Ξεκίνησε χτες το βράδυ κατα τη μιαμιση όταν τελείωσε η πόκα και έχασα πέντε ευρά. Στο γυρισμό έφαγα μια τούμπα όλη δικιά μου, είδα την άσφαλτο με το μικροσκόπιο λέμε. Κρατούσα και το αιφόν στα χέρια αλλά ευτυχώς η πρώτη μου αντίδραση ήταν να το προστατεύσω. Δυστυχώς όμως, τα γόνατα και τα χέρια μου δε χαίρουν τέτοιας εκτίμησης από τα ένστικτά μου και έγιναν κιμάς.
Όχι μάνα μου δεν έγιναν κιμάς, αλλά το αριστερό το γονατο που το είχα χτυπήσει στην πρώτη γυμνασίου όταν παίζαμε μπουγέλο στην πλατεία και έφαγα και τότε τούμπα, ακόμα πονάει και από χτες με έχει ΓΑΜΗΣΕΙ. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ όχι από τον πόνο αλλά από την ενόχληση. θα σου πω ένα μυστικό τώρα.
Δεν υπάρχει ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ μέρος του σώματός μου να με αγγίξει κάποιος, από το καρουμπαλάκι κάτω από το αριστερό μου γόνατο. Μιλάμε πεθαίνω, σκούζω, γελάω, κλαίω, όλα τα κάνω έτσι και με πιάσεις εκεί. Είναι το μόνο σημείο που ούτε ΕΓΩ δεν μπορώ να αγγίξω! Δεν είναι ότι πονάει, είναι μια αίσθηση λες και δεν έχει δέρμα και πιάνω το κόκκαλο. Και μόνο που τα γράφω με πιάνει νευρικό γέλιο και ανατριχίλα για να καταλάβεις.
Δεν κοιμήθηκα λοιπόν, έβλεπα χάουζ όλη νύχτα και κατα τις 11 το πρωί ξεκίνησα να πάω στην πόλη να κάνω το σοφέρ στη μάνα μου και να κουρευτώ κι'όλας γιατί είχε φτάσει η κατάσταση πάνω στο κεφάλι μου στο απροχώρητο. Αν είχα ψείρες θα χρειαζόντουσαν GPS για να μετακινηθούν εκεί μέσα. Κάτσε όμως να τα πω ένα ένα.
Οδήγηση. Όπως λένε και οι φίλοι μου οι Κύπριοι, ΟΙ ΛΑΟΜΟΝ. Άσε μας ρε φίλε. Εγώ έχω συνηθίσει στο κονέχτικατ, με την άπλα μου, τα κάθετα πάρκιν, τα ωραία φανάρια, τις σημάνσεις στο οδόστρωμα... όχι εδώ στη ζούγγλα. Πραγματικά όμως η πόλη της Ρόδου παίζει να είναι χειρότερη και από το νέο Δελχί στο θέμα οδήγηση. Εκεί τουλάχιστον κορνάρουν ασταμάτητα και έχεις μουσική υπόκρουση· εδώ μόνο μούτζες και "μαλάκα" ακούς. Καλά το τι μούτζα έφαγα σήμερα...
Το παραδέχομαι ρε παιδί μου, δεν έχω πρόβλημα, το παραδέχομαι. Είμαι οδηγός του κώλου. Είμαι ένα αναίσθητο γαϊδούρι που έτσι και μου τη δώσει να πάω με τριάντα, θα πάω με τριάντα και να πάνε οι πίσω να χεστούν πάνω στα δερμάτινα καθίσματά τους. Όχι δεν πάω με τριάντα, το πατάω λιγουλάκι, αλλά έχω άλλο θέμα. Δεν μπορώ να "χώνομαι" στην κίνηση. Δεν μπορώ σου λέω, δεν είναι δυνατόν. Φτάνω πάντα στο απροχώρητο όπου με κορνάρουν οι από πίσω, με κορνάρουν οι από μπροστά γιατί έχω βγάλει τη μουσούνα του αμαξιού σαν χοτ ντογκ και δε χωράνε να περάσουν (άμα δε χωράς να περάσεις, να με αφήσεις εμένα να μπω μανίτσα μου), με βρίζει και ο συνοδηγός εάν υπάρχει, και εγώ απολαμβάνω τη μουσική.
Σήμερα παραλίγο να προκαλέσω ατύχημα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Έχει ένα στοπ ΝΑ με το συμπάθειο, αλλά δεν το έχουν για στοπ, το έχουν για καλό φενγκ σούι και δεν σταματάνε. Οι μπροστά μου το ξέρανε και τους μούτζωσα, εγώ έκοψα ταχύτητα και παραλίγο να με κουτουλήσει ο από πίσω και αυτόν ο από πίσω του και πάει λέγοντας.
Πάντως έχω να πω ότι με όλες αυτές τις μούτζες που έφαγα και έδωσα και όλα αυτά τα μαλάκα που αντάλλαξα, μέρες που'ναι, ξανανιωσα ρε παιδί μου. Είναι ευεγερτικό το λίγο μπινελίκωμα.
Μετά, και αφού είδα ότι στο κομμωτήριο θα είχε πολύ αναμονή πήγα στον Κωτσόβολο με τα πόδια (γιατί το αμάξι αφού το πάρκαρα δεν έπαιζε να το βγάλω, τι μου τα'δωσε ο Θεός 2 μέτρα πόδια). Κούτσα κούτσα με το προβληματικό το γόνατο ανέβαινα την ανηφόρα, με κοιτούσαν οι περαστικοί και θα σκεφτόντουσαν ότι είμαι ένας νέος χάουζ, έφτασα στον Κωτσόβολο, το τμήμα με τις παγωτομηχανές ήταν στον πάνω όροφο ΦΤΟΥΥΥΥΥ έλα πάλι κούτσα κούτσα να ανέβεις, και κούτσα κούτσα να κατέβεις, με τη μαλούμπα να ανεμίζει από το ερκοντίσιο και την παγωτομηχανή να κάνει γκλίγκι γκλίγκι (κάτι έσπασε εκεί μέσα, ελπίζω να έχει κάρτα αλλαγής για να μη μου τη φέρει η κουμπάρα μου στην κεφάλα).
Τέσπα, να μην στα πολυλογώ, κουράστηκα και να γράφω, θα φάω τώρα και θα την πέσω απόψε νωρίς. Λες να φτιάξουν και οι ώρες μου? Μπα, κατα τις 2 το μεσημέρι θα ξυπνήσω πάλι. Όποιος αυτές τις μέρες τύχει να κυκλοφορεί Ρόδο και δει έναν φρεσκοκουρεμένο κούκλο 1.82 να κουτσαίνει και να δείχνει φανερά εκνευρισμένος για άγνωστο λόγο, να έρθει και να μου πει, γεια σου Αμερικλάνε. Αν δεν είμαι εγώ, θα φάς μούτζα. Αν είμαι, δεν ξέρω, αναλόγως τη διάθεσή μου.