Χεχεχε. Δεν έχω θέμα για αυτή την ανάρτηση. Χε. Θα αρχίσω να γράφω ό,τι μου κατεβαίνει στο υπερπλήρες από εγκέφαλο κεφάλι μου. Σε τρία. Δύο. Ένα. Πάμε.
Σήμερα πήγα στη βιβλιοθήκη. Σας έχω ξαναπεί για τους Αμερικάνους δημόσιους υπαλλήλους, ναι? Ναι. Το θυμάμαι. Είναι ΚΑΙ Αμερικάνοι ΚΑΙ δημόσιοι υπάλληλοι. Δηλαδή, εντάξει. Αν οι βλάκες του κόσμου είχαν βασιλιά, θα δούλευε σε αμερικάνικη δημόσια βιβλιοθήκη. Στάνταρ όμως? Τι? Τι λες? Τι μου κάνανε? Τίποτα μωρέ. Πήγα και στήθηκα σαν καγκουρό στον πάγκο και περίμενα ΟΚΤΩ λεπτά της ΩΡΑΣ μέχρι να με πάρει ένας από του ΤΕΣΣΕΡΙΣ υπαλλήλους είδηση, να αφήσει με ευλάβεια το βιβλίο που βαστούσε κάτω, να αποχαιρετήσει τους συναδέλφους του και να έρθει να με εξυπηρετήσει.
Αυτό το περιστατικό μου θύμισε τον γραμματέα της σχολής μου στην Πάτρα. Του ζήτησα μια μέρα κάτι, μία βεβαίωση, δεν θυμάμαι τι και σηκώνεται πάνω, άρχισε να περπατάει προς το φωτοτυπικό με την ταχύτητα του φωτός – 6 μέτρα την ώρα και με μια απίστευτη βαρεμάρα λέει: Θα μού'ρθεις αύριο να στο φτιάξω αυτό γιατί σήμερα τρέχω και δεν φτάνω, πνίγομαι! Εντάξει, σε αυτό το σημείο να πω πόσο υπερήφανος είμαι για τον εαυτό μου και τη δύναμη αυτοσυγκράτησης που επέδειξα και δεν έπεσα στο προκατασκευασμένο πάτωμα να χτυπιέμαι από την τραγικότητα της φάσης.
Αλλά από βαρεμάρα η ζωή μου άλλο τίποτα. Και εγώ πρώτος απ' όλους. Έχω περάσει Κυριακές εγώ που με βλέπετε να κοιτάω το ταβάνι... Αλλά που! Που αυτές οι πολυτέλειες τώρα! Ακόμα και το ταβάνι τα πειράματα που πρέπει να είχα ήδη κάνει μου θυμίζουν. Που! Βαχ βαχ βαχ. Ησυχία δεν έχω.
Με έπιασε και δεν ξέρω τι και πήγα και αγόρασα ποδήλατο. Τα 'σταξα και το στόλισα στη σκάλα. 3 φορές το έβγαλα βόλτα, από μισή ώρα. Παραπάνω δεν μπορώ, έχει ανηφόρες πολλές. Ναι είμαι λαπάς τι να κάνω τώρα. Τι, τι θες να κάνω. Το ξέρω. Άμα με κόψεις φέτες αντί για μπριζόλες θα βγάλεις μπέικον. Θααααα το κοιτάξω το θέμα. Σε κάποια φάση.
Είπα μπέικον και τι θυμήθηκα. Σας είπα ότι δουλεύω με γουρουνίτσες? Ναι! Τρεις! Μικρές είναι, όχι τίποτα τέρατα. 15 κιλά έκαστη. Η Ρεβέκκα, η Πέγκυ και η Ναταλία. Ονόματα φίλων μου. Τους προσέχω εγώ τους φίλους μου, το βλέπετε, και τους τιμάω. Η Ρεβέκκα είναι πανέξυπνη και γλυκύτατη. Έχει κάτι μεγάλα μάτια και σε κοιτάει έτσι γουρλωτά γουρλωτά. Τη σηκώνεις και κιχ δε βγάζει το πουλάκι μου. Μια φορά μόνο πάτησε μια στριγκλιά, αλλά δεν κούνησε. Της κάναμε ένεση, γι' αυτό. Η άλλη, η Πέγκυ, είναι μια μποντιμπιλντερού... Με έχει γεμίσει μελανιές παντού το κάθαρμα. Τώρα βρήκε νέο τροπάρι. Κατάλαβε ότι δεν θέλω να τη βαστάω πολύ σφιχτά μη τη συγχύσω, και γυρνάει κάθετα και περπατά πάνω μου σαν τον Spiderman. Κόκκινο/Μπλε με έχει κάνει το τέρας της φύσης. Του εργαστηρίου. Τέλος πάντων, καταλάβατε. Αλλά. Η χειρότερη είναι η μικρή, η Ναταλία. Το σαφρακιασμένο, το παρδαλό. Αυτή δύναμη πολλή δεν έχει, αλλά δεν μπορεί, σιχαίνεται να τη σηκώνουν. Φωνές? Τσιρίδες? Κακό? Χτύπημα? Λες και τη σφάζω και της ρίχνω αλάτι στην πληγή κάνει το χαμένο. Και το χειρότερο? Με το που την αφήνεις κάτω μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ηρεμεί και έρχεται δίπλα σου να παίξει. Ανωμαλίες. Τι να πεις?
Άντε και κάτι τελευταίο. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. Διαβάζω το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου ΛΩΞΑΝΤΡΑ και βλέπω και τη σειρά του 80 παράλληλα. Έχω φάει πώρωση. Εξ ου και ο τίτλος. Στάνταρ θα την ξέρετε τη σειρά, αλλά άμα βρείτε χρόνο να διαβάσετε και το βιβλιαράκι. Σε ταξιδεύει σε μια παλιά εποχή μέσα από τα μάτια μιας απλής γυναίκας που δεν ήξερε την τύφλα της από πολιτική αλλά όλα τα απλούστευε και τα καταλάβαινε μια χαρά. Αφού έσκαγε τους γύρω της, η αλήθεια να λέγεται.
Άντε. Καλά είναι, έγραψα και σήμερα. Και κάτι άλλα ήθελα να πω αλλά τα ξέχασα. Καμιά άλλη φορά. Εικόνες δεν βάζω, βαριέμαι.