Στο γραφείο της διεύθυνσης, η Κούλα κάπνιζε σαν φουγάρο και έπινε τσίπουρα μπας και στανιάρει. Η μεγάλη νύχτα ήρθε επιτέλους. Τόσοι μήνες σχεδίων και θεωριών, ήρθε επιτέλους η ώρα να γίνουν πραγματικότητα. Χρειαζόνταν κάτι για να ηρεμήσει, και το είχε ήδη παραγγείλει. Αλλά αργούσε. Πολύ αργούσε. Και η Κούλα Κουλίδου δεν φημίζεται για την υπομονή της...
Μετά από τα τρία δευτερόλεπτα, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο πρώτος Έλληνας σεφ, ο καλύτερος μάγειρας της Μεσογείου, ο πιο στενός φίλος της Κούλας. Ο Ίβολ. Κρατάει μια ασημένια πιατέλα με ψημένο αγριόχοιρο στο ένα χέρι και στο άλλο καναπεδάκια και καρεκλάκια.
"Άργησες και με τάραξες." Είπε η Κούλα, έχοντας ήδη αρχίσει να σκουπίζει τα σάλια της στο θέαμα του αγριόχοιρου
"Μην εισαι και τόσο επίμονη, θα σου κοπεί η όρεξη" Μόνο ο Ίβολ μπορούσε να της λέει τέτοια μέσα στην εταιρεία.
"Τώρα αυτά θες και τα λες ή σου ξεφεύγουν? Τι λέει ο αγριόχοιρος, να τονε φάω ή να παραγγείλω καμια κρέπα?"
"Σε έχω απογοητεύσει ποτέ?" Ο Ίβολ δεν μπορούσε καν να διανοηθεί κάποιος να προτιμήσει ετοιματζίδικη κρέπα αντί κάποιας λιχουδιάς του.
"Ναι, κάποτε είχες φτιάξει ανάλατη φακή! Το ξέχασες?"
"Με είχε συνεπάρει το κορίτσι μου και ξεχάστηκα."
Με τούτα και με κείνα, η Κούλα από σικ μαντηλοφορούσα διευθύντρια μεταμορφώθηκε και πάλι σε αδηφάγο τερατίδιο. Ας την αφήσουμε όμως να κάνει τη δουλειά της, και ας δούμε τι γίνεται στην είσοδο του ΧΩΜΑradio.
Ο πορτιέρης του σταθμού έμεινε με το στόμα ανοικτό όταν είδε το Τζιπ Τσερόκι να παρκάρει μπροστά στο κτήριο και από μέσα να βγαίνει το πιο περίεργο ζευγάρι ατόμων που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Φορούσαν και οι δύο μαύρα τζιν παντελόνια, πράσινα μακό μπλουζάκια με το σήμα των μαζού και δε ζου πάνω, πράσινες μπότες από δέρμα κροκοδείλου ή φιδιού, θα σε γελάσει, μαύρα γυαλλιά, κόκκινες κάπες και κρατούσαν από έναν ασύρματο που όλο βούηζε. Τον πλησίασαν και η κοπέλα έβγαλε τα γυαλλιά της πριν του μιλήσει.
"Καλησπέρα Άσωτε"
"Καλησπέρα Μαρούλω. Να σε ρωτήσω κάτι?"
"Καλέ ναι, ελεύθερα." Η Μαρούλω ήλπιζε να τη ρωτήσει τι άρωμα φοράει και αν θέλει να πάνε για κανα καφέ το Σαββατοκύριακο.
"Τι φοράς μωρή, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφοράς έτσι?"
"Α για να σου πω Άσωτε, πρόσεξε πως μιλάς στη Μαρούλω για θα γίνει πανικός εδώ μέσα!" Πετάχτηκε σαν την πορδή ο Δόχτωρας, λες και τον ρώτησε κανείς.
"Εσένα τώρα ρε ραμολί ποιος σου πέταξε κόκκαλο?"
"Αααααα σταματήστε και οι δύο! Άσωτε, αφού τον ξέρεις τώρα τον Αμερικλάνο, ότι δει στον ύπνο του κάθε Σάββατο μας βάζει να το φοράμε από Δευτέρας. Αυτή τη φορά είδε λέει κροκόδειλους και κάτι μαύρα δέντρα με τους Μαζού και δε ζου σκαρφαλωμένους πάνω. Η κόκκινη κάπα είναι λέει προς τιμή της διευθύντριας του σταθμού."
"Εχώ ακούσει πολλές ανωμαλίες, αλλά τέτοια ανωμαλία πρώτη φορά ακούω. Τι σκατά του βρίσκουν όλοι και τον έχουν κάνει σταρ τέλος πάντων?"
Ο Άσωτος όμως δεν κατάφερε να λύσει την απορία του γιατί εκείνη τη στιγμή ο ασύρματος του Δόχτωρα άρχισε να χτυπιέται ενώ κάτι αγριοφωνάρες ακούγονταν από μέσα.
"Μαρούλω πάμε, ο Αμερικλάνος έφτασε σχεδόν και τα έχει πάρει κρανίο. Είδε το τζιπ και περιμένει στη γωνία μέχρι να το παρκάρουμε για να κάνει είσοδο."
"ΟΚ, μισό να πάρω το λάπτοπ από το κάθισμα και θα το δώσω στον Άσωτο να το παρκάρει"
Πάνω στην ώρα για την άφιξη του Αμερικλάνου, ήρθε και η Κούλα στην είσοδο να τον υποδεχτεί. Το μάτι της άστραφτε από το αγριογούρουνο και τα καναπεδάκια, ενώ της ξέφυγε και ένα μικρό ρέψιμο όταν σκόνταψε στο τελευταίο σκαλί.
"Καλησπέρα Μαρούλω χρυσό μου, τι κάνεις?"
"Καλησπέρα Κούλα! Μια χαρά είμαι, μισό να απαντήσω σε κάτι τουίτς και έρχομαι"
"Αμάν αυτό το παιδί με το τουήτερ πια, νισάφι. Εσύ, ψιτ, παιδί"
"Δόχτωρα με λένε"
"Χεστήκαμε. Δε μου λες, που είναι αυτός ο καταραμένος? θα έρθει σήμερα ή να πάω για αποτρίχωση? Αμαζώνιος έγινα πάλι η ρουφιάνα."
"Έρχεται, γύρνα την κεφάλα σου και δες"
"Πούντονε καλέ, δε βλέπω!"
"Ε μα με την κόκκινη μαντίλα, λογικό είναι να μη βλέπεις!"
"Πολύ μου μπαίνεις εσύ και δεν θα τα πάμε καλά" Απάντησε η Κούλα, έκανε ένα έτσι λίγο στην άκρη το κόκκινο μαντήλι που φορούσε πάντα στο κεφάλι μπας και δει τίποτα.
Η λιμουζίνα που μετέφερε τον ακριβοθώρητο (μη χέσω, θα'λεγαν πολλοί) Αμερικλάνο σταμάτησε μπροστά στο σταθμό. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε, και από μέσα βγήκε η σοφέρ, 1.72, 86-60-86, κόκκινη χαίτη που ανέμιζε στον αγέρα και βήμα τσαχπίνικο.
"Κοίτα το το τσουλάκι πως περπατάει, κοίτα το" Μουρμούρησε η Κούλα
"Είπες κάτι, Κούλα?" Τη ρώτησε η Μαρούλω
"Πως τη λένε είπαμε τη νέα σοφέρ?"
"Βίνους"
"μμμμμμμμ" ξίνησε τη μούρη της η Κούλα. Έχε χάρη που ήρθε η ώρα αλλιώς θα σου'λεγα εγώ.
Η Μαρούλω δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί προς τι η ξινίλα της Κούλας, γιατί με το που άνοιξε η Βίνους την πόρτα της λιμουζίνας για να βγει το αφεντικό της, ακούστηκε ένα ΜΠΑΜ, όλοι βάλανε τις φωνές, ο Άσωτος έβαλε και τις τσιρίδες, και γενικά επικράτησε ένας χαμός. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένα κόκκινο ρυάκι άρχισε να τρέχει από τη λιμουζίνα στην άσφαλτο.
"Αμερικλάνε?! Κάνε πιο κει μωρή να δω! Αμερικλάνε???!!"
"Χριστέ μου! Είναι νεκρός! Ποιος τον έφαγε!"
"Στην ταράτσα! Από την ταράτσα ήρθε η σφαίρα, την είδα!"
"Τι λες ρε ζώον, πως είδες τη σφαίρα?"
"Τρόπος του λέγειν"
Στην ταράτσα εν τω μεταξύ...
"Μωρή θα τρελαθώ. Αρχίσανε να ψοφάνε από μόνοι τους?"
"Δεν ξέρω Φούλη, τι διάολο έγινε? Εγώ ούτε να την αγγίξω δεν πρόλαβα τη σκανδάλη!"
"Στο'πα πανάθεμά σε ότι κάτι τρέχει με την ιστορία! Τρέχα τώρα, ηλίθια!"